Χειρουργική Ρινός
(σκολίωση διαφράγματος, υπερτροφία ρινικών κογχών)
Ανατομία της μύτης
Η μύτη, λοιπόν, είναι μία κοιλότητα, που χωρίζεται στα δύο (από μπροστά προς τα πίσω από το διάφραγμα, ένα πέταλο που αποτελείται από χόνδρο και οστό. Χωρίζεται σε δύο χώρους, τα ρουθούνια. Κάθε ρουθούνι είναι μπροστά και πίσω ανοικτό. Προς τη μέση γραμμή ορίζεται από το διάφραγμα, ενώ κατά μήκος του πλάγιου – έξω τοιχώματος διαθέτει τρία εξογκώματα, τις ρινικές κόγχες, που αντίστοιχα με τη θέση τους ονομάζουμε άνω, μέση και κάτω (εικόνα 2). Επίσης, διαμέσου του πλάγιου – έξω τοιχώματος της, η μύτη επικοινωνεί με τα ομόπλευρα παραρρίνια, δηλαδή (εικόνα 2) το ιγμόρειο (κάτω από το μάτι), τον μετωπιαίο κόλπο (πάνω από το μάτι), τις ηθμοειδείς κυψέλες (ανάμεσα στα μάτια), το σφηνοειδή κόλπο (βαθειά, πίσω από τη μύτη), αλλά και το αυτί, διαμέσου της ευσταχιανής σάλπιγγας.
Εξωτερικά η μύτη καλύπτεται από δέρμα, ενώ εσωτερικά από βλεννογόνο (ιστό που παράγει βλέννα) και που διαθέτει μικροσκοπικούς κροσσούς. Από τον ίδιο βλεννογόνο καλύπτονται και τα παραρρίνια.
Φυσιολογία της μύτης και των παραρρινίων
Η μύτη δεν είναι, όπως πολλοί νομίζουν, απλά ένα κανάλι, που οδηγεί τον αέρα από την ατμόσφαιρα προς το φάρυγγα, με τελικό προορισμό τους πνεύμονες. Είναι, αντίθετα, ένα αξιοθαύμαστο όργανο που, αναλογικά με τις τόσο μικρές διαστάσεις του, επιτελεί ένα εξαιρετικά πολύπλοκο και ουσιαστικό έργο: αυτό της επεξεργασίας του εισπνεόμενου αέρα.
Η μύτη, μαζί με τα παραρρίνια, φροντίζουν:
- Για τον καθαρισμό του αέρα. Όταν αυτός μπαίνει στα ρουθούνια, περιέχει μικροσωματίδια σκόνης, γυρεόκοκκους φυτών, σκόνη από επιθήλια ζώων, ακάρεων, μύκητες, πτητικές ουσίες (βενζίνη, ασετόν, κ.α.), αιθέρια έλαια, ιούς και μικρόβια, αλλά και άλλα επιβλαβή για τον οργανισμό στοιχεία. Η μύτη «συλλαμβάνει» και εγκλωβίζει τους βλαπτικούς αυτούς παράγοντες, με τη βλέννα που διαρκώς παράγει και τους οδηγεί στο στομάχι, όπου καταστρέφονται από το γαστρικό υγρό. Έχει μετρηθεί ότι η μύτη ενός νεαρού και υγιούς ενήλικα παράγει περίπου ένα λίτρο βλέννα το 24ωρο, η οποία κατευθύνεται στο στομάχι, με τη βοήθεια των κροσσών του βλεννογόνου της, που κάνουν μία διαρκή κίνηση από έξω προς τα μέσα (θυμίζει η κίνηση τους τα φύκια που κούνιονται ρυθμικά με το κύμα).
- Για τη ρύθμιση της υγρασίας του εισπνεόμενου αέρα. Όταν αυτός μπαίνει στην μύτη έχει την υγρασία του περιβάλλοντος, που συνήθως είναι 40 – 60%. Οι πνεύμονες, όμως απαιτούν, για να λειτουργούν σωστά, ο αέρας που φτάνει σ αυτούς να διαθέτει υγρασία άνω του 94%. Γι αυτό φροντίζουν κυρίως η μύτη και τα παραρρίνια, που εμπλουτίζουν τον εισπνεόμενο αέρα με νερό, διαμέσου της βλέννας.
- Για τη ρύθμιση της θερμοκρασίας του εισπνεόμενου αέρα. Είτε είναι χειμώνας, με θερμοκρασίες 5 – 6 βαθμούς Κελσίου, είτε καλοκαίρι με 40+ βαθμούς, η θερμοκρασία, που πρέπει να έχει ο αέρας, όταν θα φτάσει στους πνεύμονες είναι περίπου 34 βαθμοί. Γι αυτό φροντίζουν οι κοιλότητες των παραρρινίων και της μύτης, απ όπου ο αέρας περνά με στροβιλισμούς, και έρχεται έτσι σε επαφή με πολύ μεγάλες επιφάνειες (τηρουμένων των αναλογιών) βλεννογόνου. Με αυτό τον τρόπο η θερμοκρασία του αέρα τείνει προς την κατάλληλη για τους πνεύμονες.
Αν και προσπάθησαν πολύ οι επιστήμονες δεν κατάφεραν να κατασκευάσουν μηχανικό ανάλογο (συσκευή), που να μιμείται τις λειτουργίες της μύτης και να έχει τόσο μικρές διαστάσεις.
Η μπουκωμένη μύτη
«Δυσχέρεια ή απόφραξη ρινικής αναπνοής» είναι ο επιστημονικός όρος για τη μπουκωμένη μύτη. Η πάθηση μπορεί να είναι οξεία (συνήθως διαρκεί λίγο και είναι παροδική) ή χρόνια (μόνιμο μπούκωμα). Επίσης μπορεί να αφορά το ένα ή και τα δύο ρουθούνια.
Τα αίτια είναι πολλά και διάφορα, καθώς το σύμπτωμα συνοδεύει τις περισσότερες παθήσεις της μύτης. Έτσι, η μπουκωμένη μύτη μπορεί να οφείλεται:
- Σε όλες τις ρινίτιδες (ιογενή, μικροβιακή, αλλεργική, αγγειοκινητική, φαρμακευτική από τη χρήση αποσυμφορητικών σπρέι τοπικά και άλλες σπανιότερες)
- Σε παραρρινοκολπίτιδα (ιγμορίτιδα)
- Σε στραβό ρινικό διάφραγμα και υπερτροφικές ρινικές κόγχες
- Σε κακώσεις της μύτης (κατάγματα των οστών ή/και των χόνδρων της)
- Σε ξένα σώματα (ξηροί καρποί, κουμπιά κλπ) κυρίως στα παιδιά
- Σε υπερτροφικά κρεατάκια, επίσης στα παιδιά
- Σε πολύποδες της μύτης
- Σε όγκους της μύτης, των ιγμορείων και του ρινοφάρυγγα (το αρχικό τμήμα του φάρυγγα πίσω από τη μύτη)
- Σε φάρμακα (οιστρογόνα, αντιϋπερτασικά, ενισχυτικά στύσης κ.α.)
- Στην κύηση, για ορμονικούς λόγους.
Ανάλογη βεβαίως του αιτίου είναι και η θεραπευτική αντιμετώπιση της ρινικής απόφραξης, που μπορεί να είναι συντηρητική (με φάρμακα) ή χειρουργική.
- Η «πάντα μπουκωμένη» μύτη επιβαρύνει μεσο-μακροπρόθεσμα τη λειτουργία και την υγεία των παραρρινίων (ιγμορείων), των αυτιών, των πνευμόνων και της καρδιάς.
- Τα αποσυμφορητικά σπρέι για τη μύτη, σε μακροχρόνια χρήση, καταστρέφουν τον ρινικό βλεννογόνο.
Στραβό ρινικό διάφραγμα και υπερτροφικές ρινικές κόγχες
Το στραβό (σκολιό) διάφραγμα μπορεί να είναι αποτέλεσμα κακής ανάπτυξης του σκελετού της μύτης, ή αποτέλεσμα τραυματισμού της. Συχνά συνοδεύεται από υπερτροφικές ρινικές κόγχες, η κατάσταση των οποίων δεν είναι άσχετη με την κακή ανατομία του διαφράγματος και την κακή αναπνοή από τη μύτη.
Προκαλεί μόνιμα προβλήματα στη ρινική αναπνοή και όχι μόνο, αφού η ανώμαλη ροή αέρα επιδρά στην ομαλή λειτουργία των παραρρινίων, των αυτιών, αλλά και στον αερισμό των πνευμόνων (ιδίως κατά τον ύπνο) και στην υγεία της καρδίας (μακροχρόνια). Επιπλέον, είναι πολύ συχνά υπεύθυνο για το ροχαλητό και την υπνική άπνοια.
Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι, όσο η ρινική αναπνοή παραμένει παθολογική, καταστρέφονται οι κροσσοί του βλεννογόνου της, με αποτέλεσμα, αν αποφασιστεί όψιμα η χειρουργική αποκατάσταση του διαφράγματος, το μετεγχειρητικό αποτέλεσμα να είναι κατώτερο του αναμενόμενου, γεγονός που οφείλει να οδηγεί τους πάσχοντες να χειρουργούνται ενωρίς, δηλαδή, αν είναι δυνατό, πριν τα 30-35 χρόνια τους. Βεβαίως χειρουργούνται και οι μεγαλύτεροι (μέχρι και 65 ετών, ανάλογα με τη γενική κατάσταση της υγείας τους), με το χάντικαπ που περιγράψαμε παραπάνω.
Η επέμβαση
Η αποκατάσταση του ρινικού διαφράγματος και των ρινικών κογχών (αν είναι απαραίτητο) γίνεται χειρουργικά. Πραγματοποιείται υπό γενική αναισθησία και ένας μέσος χρόνος διάρκειας της στα δικά μας περιστατικά είναι 30 – 40 λεπτά.
Το σύνηθες «σενάριο» είναι το ακόλουθο:
- Προσέρχεται ο ασθενής στην Κλινική νωρίς το πρωί και υποβάλλεται σε προ-εγχειρητικό έλεγχο.
- Ακολουθεί η επέμβαση και η ανάνηψη. Να σημειωθεί ότι οι τομές και οι άλλες χειρουργικές παρεμβάσεις γίνονται εσωτερικά της μύτης. Καμία αλλαγή στη μύτη εξωτερικά, εκτός από τον ευθειασμό του διαφράγματος, αν προεγχειρητικά το στραβό τμήμα του φαίνεται και εξωτερικά.
- Σ αυτές τις περιπτώσεις βελτιώνεται και το αισθητικό αποτέλεσμα.
- Όταν ο ασθενής ξυπνήσει, αναπνέει από το στόμα, καθώς στη μύτη υπάρχουν δύο μαλακά ταμπόν, τα οποία αφαιρούνται την επόμενη μέρα στο ιατρείο. Ο ασθενής δεν πονάει, ούτε πρήζεται μετεγχειρητικά, ούτε ταλαιπωρείται κατά την αφαίρεση των ταμπόν.
- Ενωρίς το απόγευμα της ημέρας του χειρουργείου και εφόσον ο ασθενής έχει ανανήψει πλήρως από την αναισθησία, αναχωρεί για το σπίτι του. Ένα ελαφρύ βάρος ή ήπιος πονοκέφαλος, μέχρι να αφαιρεθούν τα ταμπόν την επόμενη μέρα, αντιμετωπίζονται με παρακεταμόλη (Depon, Panadol).
- Την επόμενη μέρα αφαιρούνται τα ταμπόν (ανώδυνα) και ήδη ο ασθενής αρχίζει να αναπνέει από τη μύτη, συνήθως όπως ποτέ δεν έχει αναπνεύσει. Θα χρειαστεί, μέχρι την πλήρη επούλωση των τραυμάτων, μετεγχειρητική παρακολούθηση, συνήθως για 3 – 4 εβδομάδες, αναλόγως της περίπτωσης.
Το θεραπευτικό αποτέλεσμα, αλλά και η εμφάνιση επιπλοκών (μετεγχειρητική αιμορραγία – φλεγμονή) εξαρτώνται κυρίως από την ικανότητα και την εμπειρία του χειρουργού.
Στη δική μας σειρά περιστατικών οι επιπλοκές αγγίζουν το μηδέν και το θεραπευτικό αποτέλεσμα είναι στατιστικά ιδιαίτερα υψηλό. Αν, εκτός από στραβό διάφραγμα, υπάρχει και δυσμορφία στη μύτη εξωτερικά, μπορεί να γίνει στην ίδια επέμβαση και αισθητική αποκατάστασή της (ρινοπλαστική).
H διόρθωση του ρινικού διαφράγματος στα παιδιά γίνεται με επέμβαση μόνον όταν υπάρχει μεγάλη δυσκολία στην αναπνοή, καθώς πριν την ηλικία των 15-16 χρόνων δεν έχει αναπτυχθεί πλήρως το διάφραγμα.
Οδηγίες μετά το χειρουργείο
Τις αμέσως επόμενες του χειρουργείου ημέρες χορηγούμε αντιβιοτικά και επουλωτικές αλοιφές και σπρέι.
Δεν επιτρέπεται το φύσημα της μύτης για περίπου μια εβδομάδα.
Αν υπάρξει ανάγκη φταρνίσματος, αυτό πρέπει να γίνει με το στόμα ανοιχτό.
Υπάρχει καταρροή πιθανώς με πρόσμειξη αίματος για μέχρι και 2 εβδομάδες.
Θα νιώθετε τη μύτη σας σαν να περνάτε ένα άσχημο κρυολόγημα για περίπου 2 – 3 εβδομάδες. Μετά από αυτό το διάστημα ή και περισσότερο θα μπορείτε να εκτιμήσετε το αποτέλεσμα. Είναι πιθανό να χρειαστούν μέχρι και 3 μήνες για να αποκατασταθεί τελείως η αίσθηση της μύτης.
Αποφύγετε μέρη με σκόνη ή καπνό και μην καπνίζετε ή ελαττώστε το κάπνισμα.
Μη σηκώνετε βάρη και αποφύγετε γενικά ό,τι μπορεί να προκαλέσει αιμορραγία (καυτά μπάνια και φαγητά, αύξηση της αρτηριακής πίεσης, σκάλισμα της μύτης κλπ) για 2 εβδομάδες. Μην κάνετε σπορ όπου μπορεί να τραυματίσετε τη μύτη σας για ένα μήνα.